αναβελάζω

αναβελάζω
1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά
2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + βελάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”